τυχάρπαστος

τυχάρπαστος
-η, -ο, Ν
(για πρόσ.) αυτός που αναδείχθηκε από την τύχη και τις περιστάσεις και όχι με τις ικανότητές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + αρπάζω (πρβλ. ανεμ-άρπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυχάρπαστος — η, ο 1. ο αρπαγμένος στην τύχη, όποιος τύχει, ο πρώτος τυχόντας: Σε τέτοια υπεύθυνη θέση δε θα βάλω τυχάρπαστο. 2. που αναδείχτηκε από την τύχη, από τις τυχαίες περιστάσεις και όχι από την ικανότητά του: Δεν έγινε με την αξία του, είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπορτουνιστής — ο θηλ. ίστρια ο καιροσκόπος, ο τυχάρπαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”